- μπακιρικά
- τατα μαγειρικά σκεύη από χαλκό, τα χαλκώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπακίρι — το 1. ο χαλκός 2. στον πληθ. τα μπακίρια τα χάλκινα μαγειρικά σκεύη, αλλ. τα μπακιρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bakir] … Dictionary of Greek
μπακιρικό — το [μπακίρι] συν. στον πληθ. τα μπακιρικά τα μπακίρια … Dictionary of Greek
μπακιρτζής — ο αυτός που κατασκευάζει μπακιρικά, χάλκινα μαγειρικά σκεύη, ο χαλκωματάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bakirci] … Dictionary of Greek